Η οστεοπόρωση βασικά προκαλείται από τη διαταραχή στην ισορροπία ανάμεσα στην οστεοπαραγωγή και την οστική αποδόμηση που συνεχίζεται δια βίου στον ανθρώπινο σκελετό. Φυσιολογικά, η οστική μάζα (πυκνότητα) αυξάνεται προοδευτικά όσο ο σκελετός αναπτύσσεται και εξακολουθεί να αυξάνεται μέχρι την ηλικία των 35 περίπου ετών, οπότε φθάνει στο μέγιστο επίπεδο. Μετά την ηλικία των 35 περίπου ετών αρχίζει βαθμιαία η απώλεια οστικής μάζας που αποτελεί φυσιολογικό φαινόμενο και συνεχίζεται με διακυμάνσεις σε όλη την υπόλοιπη ζωή.
Τα θεραπευτικά σχήματα που μέχρι τώρα έχουν χρησιμοποιηθεί έχουν πάντα σχεδόν τα ίδια συστατικά, άλατα ασβεστίου και μαγνησίου, βιταμίνη D3, βιταμίνη K2.
Το κόκαλο είναι ένας ζωντανός ιστός ακριβώς όπως τα νεφρά, η καρδιά, και τα άλλα όργανα του σώματος που αναδιαμορφώνεται – ανακατασκευάζεται συνεχώς. Η συνεχής αυτή ανακατασκευή αποσκοπεί τόσο στην αποκατάσταση και διατήρηση της ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας του οστού αντιμετωπίζοντας την οποιαδήποτε φθορά – ζημιά που συνεχώς προκαλείται – όσο και στη διατήρηση της μέγιστης οστικής μάζας.
Η ανακατασκευή είναι υπό τον έλεγχο διαφόρων ορμονών, και συνίσταται:
α) στον κατακερματισμό και απορρόφηση των απειροελάχιστων οστικών προϊόντων της φθοράς του οστού, αφήνοντας τελικά μια “τρύπα” στο κόκαλο, και μετά
β) στην αποκατάσταση της βλάβης, το γέμισμα της τρύπας, με νέο υγιές οστούν.
Η πρώτη διεργασία ονομάζεται «απορρόφηση» και επιτελείται από κύτταρα που υπάρχουν στην εσωτερική επιφάνεια του οστού, τους οστεοκλάστες. Η δεύτερη διεργασία ονομάζεται «επανασχηματισμός» του οστού και επιτελείται από τους οστεοβλάστες, που βρίσκονται σε άμεση γειτονία με τους οστεοκλάστες. Ανάμεσα στα κύτταρα αυτά υπάρχει συνεργασία και αλληλοεπίδραση έτσι ώστε οι οστεοβλάστες να ενεργοποιούνται από τους οστεοκλάστες για να διορθώσουν τη ζημία που προκάλεσαν οι τελευταίοι. Η εργασία των οστεοβλαστών συνίσταται στην παραγωγή της «μήτρας” – του “πλέγματος” – του οστού, που είναι ιστός μαλακός με ινίδια που διαπλέκονται με συγκεκριμένο τρόπο, ο λεγόμενος κολλαγόνος ιστός, πάνω στον οποίο μετά θα εναποτεθούν τα άλατα του ασβεστίου και θα παραχθεί το ώριμο κόκαλο.
ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ OSTEOFIT TRINK PULVER
ΚΙΤΡΙΚΟ ΑΣΒΕΣΤΙΟ
Το ασβέστιο σε φυσική μορφή δεν υπάρχει ως ελεύθερο στοιχείο παρά μόνο σε σύμπλοκες ενώσεις (άλατα), δηλαδή σε ένωση με άλλα συστατικά. Κυριότερα από αυτά τα «σύμπλοκα» (άλατα) είναι το κιτρικό ασβέστιο, το ανθρακικό ασβέστιο, το φωσφορικό ασβέστιο και το γλυκονικό ασβέστιο. Οι ενώσεις αυτές του ασβεστίου περιέχουν διαφορετικά ποσοστά «στοιχειακού» ασβεστίου, το οποίο είναι και η ουσιαστική ποσότητα ασβεστίου.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία καταστάσεων που προκαλούνται από χαμηλά επίπεδα ασβεστίου, όπως η απώλεια οστού (οστεοπόρωση), αδύναμα οστά (οστεομαλάκυνση/ραχίτιδα), μειωμένη δραστηριότητα του παραθυρεοειδούς αδένα (υποπαραθυρεοειδισμός), και μια συγκεκριμένη ασθένεια μυός (λανθάνουσα τετανία). Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένους ασθενείς για να βεβαιωθείτε ότι παίρνετε αρκετό ασβέστιο.
ΠΙΝΤΟΛΙΚΟ ΜΑΓΝΗΣΙΟ & ΟΞΕΙΔΙΟ ΤΟΥ ΜΑΓΝΗΣΙΟΥ
Η αύξηση της πρόσληψης μαγνησίου δια μέσου της διατροφής θα μπορούσε να αποτελεί ένα επιπρόσθετο μέτρο πρόληψης της οστεοπόρωσης. Ο ρόλος του μαγνησίου στην οστική πυκνότητα και οστεοπόρωση, μελετήθηκε από επιστήμονες διαφόρων ιατρικών κέντρων των Ηνωμένων Πολιτειών (Journal of the American Geriatrics Society 2005;53(11):1875-1880, Νοέμβριος 2005).
Το μαγνήσιο διαλύει το ασβέστιο και έτσι το ασβέστιο δεν επικάθεται στις αρτηρίες. Για την πρόληψη και ίσως για την αντιστροφή της οστεοπόρωσης, το μαγνήσιο ίσως παίζει σημαντικότερο ρόλο από το ασβέστιο. Παρά το ότι το μαγνήσιο αποτελεί ένα μόνο μέρος του υλικού των οστών, παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο: συμβάλλει στην ισορροπημένη παροχή ασβεστίου στο σώμα και αποτρέπει από το να αποβάλλεται. Οι επιστήμονες προχωρούν ακόμα παραπέρα, λέγοντας ότι το πόσο πολύ ασβέστιο τρώμε είναι ισχυρότερος δείκτης οστικής πυκνότητας από ό, τι το πόσο ασβέστιο καταναλώνουμε. Ο Αμερικανός γιατρός Michael Eades γράφει: «Υψηλά επίπεδα ασβεστίου μπορούν να αδυνατίσουν τα οστά και να τα κάνουν πιο εύθραυστα. Η λήψη μεγάλων ποσοτήτων ασβεστίου χωρίς μαγνήσιο θα προκαλέσει έλλειψη μαγνησίου, οδηγώντας στην ανάπτυξη πολλών ασθενειών που προκαλούνται από έλλειψη μαγνησίου». Το μαγνήσιο μεταξύ άλλων προστατεύει το καρδιαγγειακό σύστημα, προφυλάσσει από καρδιακές αρρυθμίες και αποτρέπει τον σχηματισμό λίθων στα νεφρά.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ D3
Είναι γνωστό ότι η βιταμίνη D διεγείρει την απορρόφηση του ασβεστίου. Λόγω του ότι η βιταμίνη D μπορεί να παράγεται στα σώματά σας από τη δράση του ηλιακού φωτός στην 7-δεϋδροχολεστερόλη (ένα συστατικό που το σώμα μπορεί να παρασκευάσει από χοληστερόλη) στο δέρμα, θεωρείται περισσότερο ορμόνη παρά βιταμίνη.
Η δραστική μορφή της βιταμίνης D παρασκευάζεται στον άνθρωπο. Αυτή η διαδικασία ξεκινά όταν το ηλιακό φως αλλάζει την 7-δεϋδροχολεστερόλη σε βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη) στο δέρμα. Η βιταμίνη D3 έπειτα μεταφέρεται στο συκώτι και μετατρέπεται από ένα ένζυμο σε 25-υδροξυχοληκαλσιφερόλη (25-OHD3), που είναι πέντε φορές ισχυρότερη από την χοληκαλσιφερόλη (D3). Η 25-υδροξυχοληκαλσιφερόλη μετατρέπεται έπειτα σε 1,25-διϋδροξυχοληκαλσιφερόλη (1,25-(OH)2D3), η οποία είναι δέκα φορές ισχυρότερη από τη χοληκαλσιφερόλη και η ισχυρότερη μορφή βιταμίνης D3.
Εκτός από τις μελέτες που έχουν χρησιμοποιήσει ασβέστιο μαζί με βιταμίνη D3 για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης, έχουν υπάρξει και μελέτες που έχουν χρησιμοποιήσει μόνο D3. Σε μια μελέτη που χρησιμοποίησε μόνο βιταμίνη D3 και η οποία δημοσιεύθηκε το 1995 στο American Journal of Clinical Nutrition, φάνηκε ότι η λήψη 700 IU βιταμίνης D3 καθημερινά μπορεί να μειώσει το ετήσιο ποσοστό των καταγμάτων ισχίου από 1,3% σε 0,5% – σχεδόν 60% μείωση. Σε μια άλλη μελέτη του 1995, 348 γυναίκες, ηλικίας 70 ετών και άνω, λάμβαναν είτε 400 IU βιταμίνης D3 είτε placebo για δύο χρόνια. Η οστική πυκνότητα στο ισχίο αυξήθηκε 1,9% στο αριστερό ισχίο και 2,6% στο δεξί ισχίο στην ομάδα που θεραπεύτηκε με βιταμίνη D3. Ως μέτρο σύγκρισης, η ομάδα του εικονικού φαρμάκου (placebo) είχε μειώσεις 0,3% στο αριστερό ισχίο και 1,4% στο δεξί ισχίο. Οι μελέτες που συνδυάζουν τη βιταμίνη D3 με ασβέστιο έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο British Medical Journal παρακολούθησε 3270 ηλικιωμένες γυναίκες που ζούσαν σε γηροκομεία. Στις γυναίκες που λάμβαναν 1200 mg ασβεστίου και 800 IU βιταμίνης D3, το ποσοστό καταγμάτων του ισχίου μειώθηκε 43% σε σύγκριση με την ομάδα εικονικού φαρμάκου (placebo). Οι ποσότητες που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτές τις μελέτες (700, 400, 800 IU), αν και συνεχίζονται να χρησιμοποιούνται από τους συμβα&tau